- φρεωρυχώ
- -έω, Α [φρεωρύχος]1. ανοίγω φρέατα2. (γενικά) σκάβω το χώμα για να βρω νερό («οἱ ἐλέφαντες ταῖς προβοσκίσι... φρεωρυχοῦσι καὶ ἀνευρίσκουσιν ὕδωρ», Στράβ.)3. μτφ. κωμ. (για κουνούπι ή άλλο έντομο) τρυπώ το δέρμα κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.